Η μεταφορά των εμβρύων στη μήτρα της γυναίκας αποτελεί μία ιδιαίτερα συναισθηματική στιγμή για το ζευγάρι και εξαιρετικά συμαντική για τον γυναικολόγο μιας και αποτελεί το τελευταίο βήμα και τον τελικό προορισμό μιας διαδρομής που χάραξαν μαζί στην αρχή της προσπάθειας τους. Πραγματοποιείται συνήθως μεταξύ της 2ης και της 6ης ημέρας ανάπτυξης των εμβρύων, είναι μία ανώδυνη διαδικασία, δεν απαιτεί αναισθησία, διαρκεί λίγα λεπτά, μπορεί να την παρακολουθήσει και ο σύντροφος και γίνεται με την χρήση ειδικού καθετήρα εμβρυομεταφοράς. Στη Μονάδα μας πραγματοποιείται με μεγάλη επιτυχία εμβρυομεταφορά και κατά την 4η ημέρα καλλιέργειας, όπου τα έμβρυα βρίσκονται στο στάδιο του μοριδίου, ένα στάδιο πριν από αυτό της βλαστοκύστης.
Παρατηρήσαμε υψηλά ποσοστά επιτυχίας, παρότι αυτό δεν ήταν σύνηθες στη διεθνή κοινότητα, ενώ η ερευνητική μας ομάδα έχει δημοσιεύσει δεδομένα που ενισχύουν την εν λόγω τακτική. Η Εμβρυομεταφορά μπορεί να γίνει στον ίδιο κύκλο με την διέγερση και την ωοληψία ή να γίνει μετά από απόψυξη των κρυοσυντηρημένων εμβρύων και μεταφορά σε φυσικό ή τεχνητό κύκλο. Η διαδικασία της εμβρυομεταφοράς είναι η ίδια, ανεξάρτητα από ποια μέρα θα γίνει. Σε μία εμβρυομεταφορά η νομοθεσία ορίζει ότι μπορούν να μεταφερθούν από ένα έως τέσσερα έμβρυα. Η απόφαση για τον αριθμό των εμβρύων που θα μεταφερθούν λαμβάνεται πάντα ακολουθώντας τα ηλικιακά όρια που θέτει η νομοθεσία και εφόσον ληφθούν υπόψη ο συνολικός αριθμός γονιμοποιημένων ωαρίων, η ποιότητά τους, το αίτιο υπογονιμότητας του ζεύγους, το ιστορικό συλλήψεων καθώς και αποτυχημένων προσπαθειών που έχουν προηγηθεί και φυσικά και η άποψη του ζευγαριού για πιθανή πολύδυμη κύηση. Κοινά αποδεκτός στόχος της παγκόσμιας κοινότητας είναι να μεταφέρονται όσο το δυνατό λιγότερα σε αριθμό έμβρυα, χωρίς όμως να μειωθεί η πιθανότητα επιτυχίας της μεθόδου. Αυτό γίνεται για να αποφευχθούν, όσο το δυνατόν, οι πολύδυμες κυήσεις με τις πιθανές μαιευτικές και περιγεννητικές επιπλοκές που αυτές ενέχουν, αλλά και το συναισθηματικό, οικονομικό και οικογενειακό κόστος που επιφέρουν. Δωδεκά με δεκατέσσερις μέρες μετά την εμβρυομεταφορά πραγματοποιείται εξέταση αίματος για την μέτρηση β-χοριακή γοναδοτροπίνης με την οποία πιστοποιείται η επίτευξη εγκυμοσύνης. Σε περίπτωση θετικού τεστ κύησης, η κύηση υποστηρίζεται με ειδική φαρμακευτική αγωγή έως ότου κριθεί σκόπιμο ενώ η συνέχεια της κύησης και η παρακολούθηση δεν διαφέρουν σε τίποτα από μία συνηθισμένη εγκυμοσύνη που έχει προκύψει μέσω φυσιολογικής σύλληψης.